- ὑψίθρονος
- ὑψίθρονος, -ον1 throned on high
ὑψιθρόνων μίαν Νηρείδων N. 4.65
ὑψίθρονον Κλωθὼ I. 6.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὑψιθρόνων μίαν Νηρείδων N. 4.65
ὑψίθρονον Κλωθὼ I. 6.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὑψίθρονος — high throned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψίθρονος — ον, Α (για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχί θρονος)] … Dictionary of Greek
ὑψίθρονον — ὑψίθρονος high throned masc/fem acc sg ὑψίθρονος high throned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιθρόνοιο — ὑψίθρονος high throned masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιθρόνου — ὑψίθρονος high throned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιθρόνων — ὑψίθρονος high throned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίθρονε — ὑψίθρονος high throned masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίθρονοι — ὑψίθρονος high throned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίθρον' — ὑψίθρονα , ὑψίθρονος high throned neut nom/voc/acc pl ὑψίθρονε , ὑψίθρονος high throned masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
υψίθωκος — και ύψιθόωκος, ον, Α ὑψίθρονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θῶκος «έδρα, κάθισμα»), πρβλ. ἐρημό θωκος] … Dictionary of Greek